- ἀράκου
- ἄρακοςwild chicklingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀράκου — Ἄρακος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Λύσανδρος — (455; – 395 π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός. Υπήρξε ο βασικός υπεύθυνος της οριστικής ήττας των Αθηνών στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Το 408 π.Χ. ανέλαβε τη διοίκηση του σπαρτιατικού στόλου, ο οποίος βρισκόταν ακόμα σε διάλυση, ύστερα από την καταστροφή … Dictionary of Greek